Πρώτος χρόνος στη Βιοσύνθεση. Η επαφή με το σώμα μου, από την αίσθηση στην πράξη

Ξεκίνησα το εκπαιδευτικό στη Βιοσύνθεση το Μάρτιο του 2003 με ένα μειονέκτημα: δεν μπορούσα να παρευρίσκομαι στην πρώτη συνάντηση λόγω ήδη ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων.

Είχα μόλις τελειώσει μια καθαρά βιωματική εκπαίδευση στη συστημική αναπαράσταση και η επισήμανση ότι θα χρειαζόταν να κρατώ σημειώσεις με παραξένεψε…

Άρχισα, λοιπόν, αναζητώντας καινούργιο δάσκαλο για ατομική θεραπεία και ένα εκπαιδευτικό μοντέλο που θα μου παρείχε τη δυνατότητα να το εξασκήσω νόμιμα ως επάγγελμα. Είχα σοβαρά θέματα με το σώμα και την υγεία μου και ένα σύνολο διαπλεκόμενων σχέσεων στην οικογένειά μου, που λαχταρούσα να αντιμετωπίσω και να επιλύσω.

Η αλήθεια είναι πως ήμουν πολύ επιφυλακτική με τη δασκάλα μας, τη Λίλη, παρόλο που μου δημιούργησε τη βασική εμπιστοσύνη, μέσα από τις συμμετοχές μου στο «τραύμα», για να αρχίσω τη συνεργασία. Ήμουν ακόμη περισσότερο διστακτική με τα μέλη της νέας ομάδας. Η μεγαλύτερη δυσκολία μου όμως ήταν η εργασία με ό,τι αφορούσε στο σώμα, και το δικό μου και των άλλων.

Στην πράξη, κάθε φορά που ασκούμασταν, έβρισκα και έναν επιπλέον λόγο για να εμπιστεύομαι…

Κάθε φορά που ασκούμασταν, γνώριζα και λίγο καλύτερα μερικά από τα άτομα της ομάδας, αν και παρατηρούσα πως επέλεγα να συνεργάζομαι πάντοτε με τους ίδιους και σκέπτομαι ότι με κάποιους, και τώρα, παρότι έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος, δεν έχω δουλέψει ποτέ μαζί.

Κάθε φορά που αρχίζαμε μια άσκηση διαπίστωνα μεγάλη δυσκολία και στο να αποφασίσω να αγγίξω τον άλλο και στο να αφήσω να με αγγίξουν, μολονότι τίποτε δυσάρεστο δε μου συνέβη ποτέ και στη μια θέση και στην άλλη.

Προοδευτικά η ανάγκη μου να εργάζομαι και ατομικά έγινε επιτακτική και ζήτησα βοήθεια. Η διαφορά αποδείχθηκε πολύ μεγάλη. Η αρχικά δεκαπενθήμερη και μετέπειτα εβδομαδιαία συνεδρία συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό στο να συνειδητοποιώ την ίδια την εκπαίδευση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε στο δικό μου σώμα. Παράλληλα, άρχιζα να αισθάνομαι το σώμα μου ως δικό μου.

Προσπαθώντας να θυμηθώ πώς ήταν για μένα η δεύτερη συνάντηση της εκπαιδευτικής ομάδας -για μένα η πρώτη-, διαπιστώνω πως ό,τι έχω συγκρατήσει αφορά στη δουλειά πάνω στο στρώμα.

Και στα δύο σεμινάρια του τραύματος που είχα παρακολουθήσει, η ανάγκη μου ήταν εμβρυϊκή και η εμπειρία μου ήταν αυτή της προσπάθειας για αίσθηση της ζωής μέσα στη μήτρα και κατόπιν της εξόδου από αυτήν. Και στο εκπαιδευτικό, λοιπόν, η ανάγκη που προέκυψε ήταν να οργανώσω μια έξοδο διαφορετική, όπου θα μπορούσα να νιώσω δύναμη στα πόδια και στα χέρια και θα είχα τη δυνατότητα να βγω, με πλήρη συνείδηση της διαδικασίας.

Καλή, επίσης, και ασφαλής ήταν η αίσθηση που πήρα από τη συμπαράσταση των μελών της ομάδας στην οποία εντάχθηκα. Η εμπειρία μου, όμως, ήταν καθαρά ατομική –εννοώ η εστίασή μου ήταν στο τι μπορώ να νιώσω εγώ, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης – και απείχε πολύ από το τι μπορεί να βίωναν τα άλλα μέλη της ομάδας τις ίδιες ώρες. Αισθανόμουν μάλλον εκτεθειμένη και απροστάτευτη. Είχα –όπως και άλλες φορές στη ζωή μου- την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε διαφορετικό ρυθμό από τους υπόλοιπους, πιο μπροστά (αφού δεν είχαμε ακόμη ασχοληθεί με το re-birthing), αλλά και εκτός ρυθμού…

Η μεγαλύτερη δυσκολία εντοπίστηκε στο ότι είχα εμπλακεί με μια ομάδα που στόχο είχε να εργάζεται σωματικά και εγώ ένοιωθα το δικό μου σώμα τελείως άκαμπτο και βαρύ. Μου ήταν δυσβάσταχτο ακόμη και το να σηκωθώ από το στρώμα… Και άρχισα να αναρωτιέμαι αν έκανα καλά που αποφάσισα να αρχίσω αυτού του τύπου την εκπαίδευση. Από την άλλη, ένοιωθα πολύ καλά μετά τη δουλειά, είχα την αίσθηση ότι έχω εκφράσει και εκφορτίσει πολλή ενέργεια, πράγμα το οποίο χρειαζόμουν δραστικά, και, ως εκ τούτου, αντιλαμβανόμουν ότι έχω κάνει μια σωστή κίνηση.

Παρόλα αυτά, συνέχιζα να τελώ σε παραίτηση, φυσικά αποσιωπώντας το…Η εκπαιδεύτριά μας, άλλωστε, μας είχε πει πως στο τέλος του πρώτου χρόνου θα έπρεπε επίσημα να δεσμευτούμε για τη συνέχιση ή όχι της εκπαίδευσης…

Την τρίτη συνάντηση της ομάδας πάλι δεν την παρακολούθησα. Βρισκόμουν σ΄ ένα Διεθνές Συνέδριο στο εξωτερικό που αφορούσε την προηγούμενή μου εκπαίδευση και ήταν προτεραιότητά μου να την ολοκληρώσω…

Στην τέταρτη συνάντηση, τον Ιούνιο, ήταν το εξαήμερο. Δεν είχα πλέον άλλες προγραμματισμένες υποχρεώσεις και μπορούσα να παρακολουθώ κανονικά. Σ΄ αυτό το «κανονικά» ενέσκηψε μια εκδήλωση του σχολείου της μεγάλης μου κόρης, στην οποία ήθελα πολύ να παρευρεθώ, και, έτσι, έχασα κάποιες ώρες ενός από τα απογεύματα. Επίσης, κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου, έδινα εισαγωγικές εξετάσεις για ένα μεταπτυχιακό που με ενδιέφερε, κουβαλώντας ως αποτέλεσμα και επιπλέον βάρη και άγχη στην εκπαίδευση. Αυτό, πιστεύω, δεν ήταν αναγκαστικά κακό…

Στο training αυτό δουλέψαμε πάνω στο re-birthing. Η σκέψη μου είναι πως δεν ήταν τυχαίο το ότι έχασα το πρώτο και το τρίτο σεμινάριο που αφορούσαν δουλειά του κέντρου της βάσης, ούτε το γεγονός ότι το απόγευμα που έφυγα, δεν παρακολούθησα τη διαδικασία του re-birthing ενός συναδέλφου, για την οποία πολλούς άκουσα να μιλούν τις επόμενες μέρες…

Στο εξαήμερο αυτό μου έκανε εντύπωση πώς αυτές οι ήπιες πιέσεις που εφαρμόζει η Βιοσύνθεση προκαλούν τέτοια κινητοποίηση στο σώμα και ανοίγουν κανάλια μνήμης, από άλλοτε ξεχασμένα…

Παρατηρώντας τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να δουλεύουν άρχισα να νιώθω λίγο πιο οικεία, όπως πάντα νιώθει κανείς που αρχίζει να μοιράζεται και να βιώνει μαζί με άλλους πράγματα… Με μερικούς όμως δεν είχε τύχει καν να ανταλλάξω άλλη κουβέντα εκτός από ένα χαιρετισμό ή ένα καλημέρα.

Αυτή που ήταν πολύ έντονη ήταν η διάθεσή μου να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους αυτούς με τους οποίους φαινόταν να έχουμε κοινές επιδιώξεις και, παράλληλα, η αίσθηση ότι εγώ κρατώ τον εαυτό μου κάπου πολύ μέσα, σε μία απόσταση την οποία δεν επιτρέπω σε κανέναν να διασχίσει, ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό, για να με βγάλει από εκεί…

Στο εκπαιδευτικό αυτό δούλεψα πάλι το re-birthing, αυτήν τη φορά με μεγαλύτερη σαφήνεια, επικεντρωμένη στην έξοδο. Εισέπραξα μεγάλη χαρά από την αίσθηση της δύναμης και του ότι μπορώ να τα καταφέρω. Είχα, όμως, την πολύ παράξενη εντύπωση ότι, βγαίνοντας, ήμουν έτοιμη για δραστηριότητα και δυσκολευόμουν πολύ να εισπράξω την περιποίηση και την αγκαλιά που μου παρείχε η ομάδα. Δεν μπορούσα, επίσης, να εστιάσω στο κοίταγμα των ματιών και η ακοή μου δεν δεχόταν με ευκολία τα όσα τρυφερά άκουγα. Σαν να αφορούσαν κάποιον τρίτο και όχι εμένα…

Μεσολάβησε το καλοκαίρι και καθώς είχαν σταματήσει και οι ατομικές συνεδρίες, δεν έβλεπα την ώρα να ξαναρχίσω…

Την εποχή αυτή άρχισε να μου γίνεται πολύ ξεκάθαρη η εικόνα ότι, πριν εφαρμόσω σε οποιονδήποτε άλλο τη μέθοδο αυτή, πριν βοηθήσω οποιονδήποτε, αυτό που είχα ανάγκη ήταν να βοηθήσω τον εαυτό μου και να πάρω ασφάλεια, στήριξη, εμπιστοσύνη, για να καταφέρω να αντικρίσω, επιτέλους, τον άλλο, τον όποιον άλλο υπάρχει εκεί έξω…Κι ακόμη πως το training το χρειαζόμουν, γιατί στην ουσία αποτελούσε μια ομάδα αποφασισμένη να δουλεύει εντατικά πάνω στη μέθοδο αυτή.

Στην έκτη αυτή συνάντηση, το Σεπτέμβρη, η εκπαιδεύτρια μας επέστησε την προσοχή στο ότι θα έπρεπε να οργανωθούμε σε ομάδες που θα λειτουργούσαν σε δεκαπενθήμερη βάση, σε peer groups. Μου ήταν πολύ εύκολο να βρω ομάδα να ενταχθώ και μάλιστα με συναδέλφους που θα μου ήταν χαρά να δουλεύω μαζί τους. Το δύσκολο ήταν να αποφασίσω ότι ήθελα να το κάνω.

Όταν η Λίλη μας είπε πως, αν ήθελε κάποιος να αποφοιτήσει, φρόνιμο θα ήταν να αρχίσει να δουλεύει με την ομάδα του, ένα μεγάλο κύμα δυσαρέσκειας ξεσηκώθηκε μέσα μου. Είχα εκ των προτέρων αποφασίσει ότι η εβδομαδιαία ατομική συνεδρία και η συμμετοχή στο εκπαιδευτικό, μου ήταν αρκετή επιβάρυνση στο καθημερινό πρόγραμμα που εμπεριείχε ήδη τις οικογενειακές και εργασιακές μου υποχρεώσεις.

Για τους επόμενους μήνες θα αποδεικνυόταν ότι η συμμετοχή μου στη μικρή ομάδα θα πυροδοτούσε ένα σωρό αντιδράσεις και θα αποκάλυπτε μια σειρά θεμάτων που με απασχολούν στις σχέσεις μου με τους άλλους.

Το επίσης διαφορετικό, που συνέχιζε να συμβαίνει στη Βιοσύνθεση και ήταν διαφορετικό από άλλα αντικείμενα σπουδών, με τα οποία μέχρι τώρα είχα ασχοληθεί, ήταν ότι δεν μπορούσα να ξανανοίξω το τετράδιο των σημειώσεών μου, χωρίς ένα έντονο αίσθημα ναυτίας και γενικότερα δυσαρέσκειας, καθώς και το ότι δεν μπορούσα με κανένα τρόπο να μάθω το τυπικό των ασκήσεων που ως τότε είχαμε μάθει, ούτε καν να αρχίσω να διαβάσω οτιδήποτε σχετικό με τη δοσμένη βιβλιογραφία. Ακόμη και στις περιπτώσεις που διάβασα με προσοχή τις ασκήσεις, ένοιωθα να επιδρά και μόνο η ανάγνωσή τους τόσο ισχυρά επάνω μου, ώστε μετά να αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία στο να τις ανακαλέσω στη μνήμη μου.

Από την άλλη σημείωνα πως αυτή η πορεία ήταν κάτι το συναρπαστικό, εφόσον μπορούσε να προκαλεί όλες αυτές τις αντιδράσεις…

Σε αυτήν την εκπαιδευτική συνάντηση άρχισα να νοιώθω λίγο πιο κοντά στην ομάδα ως σύνολο. Με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι, αν και είχαν περάσει σχεδόν τρεις μήνες από την προηγούμενή μας συνάντηση και παρόλο που τους περισσότερους είχα από τότε να τους συναντήσω, είχαμε μοιραστεί το μεσοδιάστημα αντίστοιχες σωματικές και ψυχικές εμπειρίες…

Η συνάντηση αυτή σήμανε επίσης την αλλαγή στο χώρο εργασίας του Κέντρου. Σε συνδυασμό με το διάστημα του καλοκαιριού που μεσολάβησε και τις αλλαγές σε προσωπικό επίπεδο, μου δινόταν η εικόνα του καινούργιου, του λαμπερού, του καλού…

Παράλληλα, είχα αγωνία, καθώς η εκπαιδεύτριά μας είχε υποστεί μια σοβαρή εγχείρηση και παρότι ήταν παρούσα, την ένοιωθα πολύ εύθραυστη. Ξεπήδησε από μέσα μου όλο το κομμάτι της ανασφάλειας σχετικά με τη στήριξη και την εμπιστοσύνη στον άλλο και ήταν τόσες οι εσωτερικές σκέψεις και αντιδράσεις που δε θυμάμαι καν την εμπειρία μου από την ίδια την εκπαίδευση, εκτός ίσως μόνο από το ότι οι ασκήσεις με την πίεση στους αστραγάλους με οδηγούσαν σε κάτι οδυνηρό και χαλαρωτικό μαζί, που αργότερα δεν μπορούσα να το καθορίσω συνειδητά…

Στην επόμενη – έβδομη κατά σειρά – εκπαιδευτική συνάντηση το Νοέμβριο, λίγα πράγματα είχαν αλλάξει. Η κυριότερη αλλαγή ήταν ότι ένοιωθα να δένομαι με τη θεραπεύτριά μου στην ατομική συνεδρία και να περιμένω το ραντεβού μας σαν όαση στην καθημερινότητα. Είχα κάνει ατελέσφορες προσπάθειες να αρχίσω γυμναστική και οι συνεδρίες μας ήταν η μόνη σωματική επαφή που ένοιωθα ότι επέτρεπα στον εαυτό μου να έχει.

Από την εκπαίδευση αυτή καθ΄ αυτή σημαντική ήταν μια άσκηση φαντασίας του εαυτού μας σαν έναν αστερία με ακτίνες. Επειδή η κύρια δυσκολία που ως τότε είχα συναντήσει αφορούσε τη δουλειά στην ομάδα, το να έχω τη δυνατότητα να εργαστώ μόνη μου ήταν κάτι που με γοήτευε. Απολάμβανα την αίσθηση της ευχαρίστησης της μοναξιάς αλλά και της κίνησης, πολύτιμης και γοητευτικής. Ένοιωθα να συγκεντρώνομαι στον εαυτό μου και να τον ανακαλύπτω εκ νέου.

Το Δεκέμβριο, στην όγδοη συνάντηση της εκπαίδευσης που ακολούθησε, πολλά πράγματα με είχαν οδηγήσει σε αλλαγή πορείας.

Την πρώτη μέρα δεν παρακολούθησα εξαιτίας μιας σοβαρής οικογενειακής υποχρέωσης. Εκείνη η συνάντηση ήταν η πρώτη εποπτείας των ομάδων και, όπως αντιλήφθηκα αργότερα, ούτε ήταν άνευ σημασίας το ότι εγώ απουσίαζα, ούτε η δική μας ομάδα είχε ακόμα οργανωθεί και δομηθεί. Αυτό, από μιας πλευράς, ήταν ανακουφιστικό, αφού έδειχνε πως και τα άλλα μέλη της ομάδας μου αντιμετώπιζαν αντίστοιχα προβλήματα και αντιστάσεις με τις δικές μου και άρα είχα διαλέξει τη σωστή ομάδα. Σήμαινε όμως πως, αν θέλαμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, θα έπρεπε να οδηγηθούμε σε αλλαγή στάσης και να δράσουμε ανάλογα. Ιδιαίτερα χρήσιμες στάθηκαν οι σημειώσεις που κρατήσαμε, σχετικά με διάφορες πλευρές της θεραπευτικής σχέσης, το συμβόλαιο, τη συμμαχία, τα όρια, τη συμπάθεια.

Εκείνη την περίοδο αποφάσισα να ακολουθήσω μια ειδική διατροφική αγωγή. Με παραξένεψε το γεγονός ότι ανακοίνωσα στην ομάδα την προοπτική αυτή, γιατί συνήθως, όταν κοινοποιώ την απόφασή μου να κάνω δίαιτα, αμέσως μετά σπεύδω να την παραβιάσω. Είχα όμως την αίσθηση ότι κάτι βαθύτερο είχε αλλάξει, είχα βρεθεί κάπου που μπορούσα να ακουμπήσω και να ξεκουραστώ…

Η εκπαιδεύτρια μάς έκανε κάποιες ασκήσεις με την πατούσα του ποδιού και στο τέλος της συνάντησης είχα τη δυνατότητα να δω απτά ότι υπήρχε αλλαγή. Κρυφοκοιτούσα τις ζωγραφιές μου στον τοίχο, εκεί μαζί με των άλλων, και τις φύλαξα ως κάτι πολύτιμο στο φάκελό μου…

Η τελευταία εκπαιδευτική συνάντηση της χρονιάς έγινε το Φεβρουάριο του 2004, σχεδόν δύο μήνες από την προηγούμενη. Στο χρόνο αυτό κατάφερα να χάσω αρκετά κιλά και ο τρόπος με τον οποίο ένοιωθα το σώμα μου και τους άλλους είχε αλλάξει ριζικά.

Η εμπειρία του περιορισμού της διατροφής σε συνδυασμό με τις ατομικές συνεδρίες επέδρασαν καθοριστικά στον ψυχισμό μου. Χρειάστηκε, βέβαια, να περάσω ένα επαχθές διάστημα αποτοξίνωσης, όπου στο σώμα και στο συναίσθημα κινούνταν σχεδόν οτιδήποτε με είχε απασχολήσει τα τριανταεπτά χρόνια που ζω και απαιτήθηκε πολλή υπομονή και επιμονή για να τα καταφέρω. Συγχρόνως, ήταν μεγάλη η στήριξη που είχα από τη θεραπεύτριά μου και το γιατρό, καθώς και επαρκής η κατανόηση της οικογένειάς μου. Ξεκάθαρη ήταν, επίσης, η συμπαράσταση των μελών της μικρής ομάδας και των θεραπευτών, που καθυστέρησαν, όταν κατά τη διάρκεια της δεύτερης μέρας του εκπαιδευτικού έπαθα έναν κωλικό, για να με συνδράμουν.

Γενικά, ό,τι περισσότερο είχε αλλάξει ήταν η αίσθηση της ελαφρότητας στο σώμα και στην κίνηση και παράλληλα η συνειδητοποίηση των πιο οδυνηρών μου θεμάτων. Όσο πιο πολύ βρισκόμουν σε επαφή με αυτό που πονούσε, τόσο περισσότερο αισθανόμουν ελεύθερη και γέμιζε η αναπνοή μου. Και το σημαντικότερο, ένοιωθα σαν να είχα χάσει την ασπίδα προστασίας μου και πολύ ευάλωτη, όμως δεν φοβόμουν ότι μπορεί να καταστραφώ ή να ισοπεδωθώ. Απλώς καταλάβαινα ότι χρειαζόμουν χρόνο, για να αφομοιώσω τις αλλαγές που ραγδαία συνέβαιναν στο σώμα μου.

Κάπου σε αυτές τις αλλαγές ολοκληρώθηκε η εκπαίδευση του πρώτου χρόνου. Η ίδια η ανάθεση για τη συγγραφή αυτής της εργασίας, όπως και οι σκέψεις για τη διαμόρφωσή της, η επανάγνωση όλων των σημειώσεων και η καταγραφή ως τη μορφή του τελικού κειμένου πυροδότησαν ψυχικές διεργασίες που δεν σταματούν τη στιγμή αυτή της ολοκλήρωσης αυτού του πονήματος.

Ένα χρόνο μετά, αισθάνομαι να πατώ πιο στέρεα τα πόδια μου στη γη, το σώμα μου λίγο πιο χαλαρό, σίγουρα πιο ελαφρύ και το βλέμμα μου να μην είναι πια μόνο στραμμένο στα μέσα, αλλά να κινείται με λαχτάρα και φόβο να συναντήσει τον άλλο.

Δεν ξέρω τι θα φέρει η υπόλοιπη πορεία μου στη Βιοσύνθεση. Προσδοκώ γαλήνη, επικοινωνία, χαρά και σκέφτομαι πως η αρχή του δρόμου προς τους άλλους έχει τουλάχιστον χαραχθεί.

Έλενα Αρκούδη,
εκπαιδευόμενη στη Βιοσύνθεση